- εικοσάχρονος
- -η, -ο1. που έχει διάρκεια είκοσι ετών, εικοσαετής, εικοσάρης.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εικοσάχρονα, τα επέτειος ή τελετή για τη συμπλήρωση εικοσαετίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.